Φως ... περισσότερο φως!

Επιμορφωτική Διημερίδα για εκπαιδευτικούς Β/θμιας όλων των ειδικοτήτων
Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
27-28 Φεβρουαρίου 2015

Ψηφιακό αποθετήριο διδακτικού/εκπαιδευτικού υλικού

Ποιητών φως

Σπαράγματα Νεοελλήνων ποιητών για το φως


Γεώργιος Χορτάτσης
Ερωφίλη
Ποιος με το φως των αμματιώ στη γη ποτέ γεννάται,
κι ώστε να ζει, σαν τυφλωθεί, να μην παραπονάται;

Διονύσιος Σολωμός
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου

Ο Κρητικός
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει

Ο Πόρφυρας
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του

Ύμνος εις την ελευθερίαν
Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη·

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Η καταστροφή των Ψαρών
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια,
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Ανδρέας Κάλβος
Εις θάνατον
Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.

Γεώργιος Βιζυηνός
Το φάσμα μου
Και από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Γεώργιος Δροσίνης
«Φωτερά σκοτάδια», Δε θέλω του κισσού
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι

Κωστής Παλαμάς
Η φλογέρα του βασιλιά
Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,
κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Το φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει

Στιγμές και ρίμες
Μπροστά σε τέτοιο ηλιόγερμα ντροπή το φως της μέρας

Το τραγούδι του τρελού
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!

Ιωάννης Πολέμης
Πλεκτά τραγούδια
Τι κι αν διαβαίνουν οι καιροί, τι κι αν περνούν οι χρόνοι;
Παλιώνει ο λύχνος, μα ποτέ το φως του δεν παλιώνει.

Λορέντζος Μαβίλης
Εις την πατρίδα
Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει·
πώς εις το φως σου λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι

Ιωάννης Γρυπάρης
Δικό μου φως
Αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει, το δικό του χάνει·

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο, μα και δικό μου φως, με φτάνει.

Γεώργιος Στρατήγης
Αντιθέσεις
Η θέση και η αντίθεση στον κόσμο αυτό παλεύει―
Ο πόλεμος ο φανερός στη φύση κι ο κρυφός,
η δράση κι η αντίδραση στο σύμπαν βασιλεύει,
το τόξο, η λύρα, αλίμονο! Το σκότος και το φως.

Κ.Π. Καβάφης
Τα παράθυρα
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά ’βρω τα παράθυρα. ― Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο, θα ’ναι παρηγορία.―
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ’βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Άγγελος Σικελιανός
Γιατί βαθιά μου δόξασα
Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»

Νίκος Καζαντζάκης
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Κώστας Βάρναλης
Τα μάτια σου
Για τα γλυκά σου μάτια
θέλησα —οϊμέ — να ζήσω,
ν’ ανάψω και [να] σβήσω
σε κόσμο πεταχτό·

εγώ το φως τους να ’μαι,
αυτά να ’ναι το φως μου
στου αμίλητου αυτού κόσμου
τον ίσκιο τον πηχτό.

Το φως που καίει
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Οι πόνοι της Παναγιάς
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ο «Άγνωστος Ήρως»
Άστραψε ο κόσμος απ’ το μαύρο φως σου, Κόσμε Κάτου…
Φαντάσματα, σκυλιά που φύγει—φύγει!

Χρυσή πατρίδα
Μαύρο φως, λάσπη γύρα, σκλάβα γνώμη
κι ούτε Μάνα-Πατρίδα κι ούτε Νόμοι
κι ούτε Ομορφιά κι Αλήθεια κι Αρετή.
Τα πάντα λεία του ξένου Πειρατή.

Ξύπνα, λαέ, κι όλ’ οι λαοί μετά σου,
να καθαρίσεις τα καθάρματά σου!
Τότε μονάχα θα ’ναι αληθινά
κατάχρυσα ήλιος, θάλασσα, βουνά!

Ρώμος Φιλύρας
Φωτολάτρης
Το φως επόθησε ο τυφλός και του ’γινε θρησκεία

Μαρία Πολυδούρη
Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.

Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Βασίλης Μιχαηλίδης
Τω απαγχονισθέντι Αρχιεπισκόπω Κύπρου Κυπριανώ
Συ που σκοτώθης για το φως,
σήκου να δεις τον ήλιο·
ξύπνα να δεις το αίμα σου
πως έγινε βασίλειο

Γιώργος Σεφέρης
«Κίχλη», Το φως
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο
[...]
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
Η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
[...]
Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως
·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

Θερινό ηλιοστάσιο ΙΒ
Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για νά ’βρει τη χαρά.

Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»
Και τώρα ακόμη [...]
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

Οδυσσέας Ελύτης
Ο ήλιος ο ηλιάτορας
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη
Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε
κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς

Το τρελοβάπορο
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Το Άξιον εστί
Στην αρχή το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου

Πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς γυρίζω
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Άξιον εστί το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη
Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη

Μαρία Νεφέλη
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα
[...] Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!

Αιθρία
Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.

Δεύτερη Φύση
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Το αμύγδαλο του κόσμου
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;

Το χρονικό μιας δεκαετίας («Ανοιχτά Χαρτιά»)
…οι σταγόνες το φως πέφτουν αργά κάθε τόσο μέσα στη μεγάλη νύχτα της ψυχής, όπως οι σταγόνες το λεμόνι μέσα στο μολυσμένο νερό.

Η μέθοδος του «Άρα» («Εν λευκώ»)
Όταν μιλώ τόσο συχνά για διαφάνεια,
υπονοώ ακριβώς αυτό:  τη δυνατότητα
να βλέπεις μεσ’  απ’  το αθώο το ένοχο
και μεσ’ από το λευκό το μαύρο.

Νικηφόρος Βρεττάκος
«Απογευματινό ηλιοτρόπιο»
Η τιμή
Ο ουρανός και η γης με τίμησαν με τον πόνο.
Το έμαθα αργότερα, όταν κατάλαβα
πως το καλύτερο φως γίνεται απ' το σκοτάδι·
μετά που ξεχείλισε μέσα μου η ποίηση
κι αρχίσαν ν' ανάβουνε κεριά από χρόνο.

Γιάννης Ρίτσος
Εδώ το φως
Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.

Εδώ το φως, εδώ ο γιαλός, ―χρυσές, γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε.

Δελφοί
Τι λίγο που κρατάνε – όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες.
Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο.
Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κ’ ύστερα η γαλήνη
των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις
τον έρημο ανήφορο ως το Στάδιο· μια πέτρα
κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας
μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· – μπορείς να χώσεις
εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα.
Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων.
Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος,
δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.

Κώστας Μόντης
Στιγμές
Όπου δεν πέφτει φως είναι σκοτάδι,
μα όπου δεν πέφτει σκοτάδι δεν είναι φως.

Κική Δημουλά
«Ερήμην», Έκστασις
Το μικρό μου παιδί 
σοβαρή αταξία έκανε πάλι. 
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε, 
σκούντησε με το χέρι του 
το κρεμασμένο στον τοίχο τ' ουρανού 
κόκκινο πιάτο, 
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο θεός απόρησε 
που είδε τον ήλιο 
ντυμένο ρούχα παιδικά 
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα 
και να 'ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι 
τώρα  
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.  

Αργύρης Χιόνης
Ο φωτογράφος
Πώς βρέθηκα ισόβια κλεισμένος
στον σκοτεινό ετούτο θάλαμο;
Πώς τη ζωή μου έταξα, χωρίς ενδοιασμό,
στην τέχνη αυτή την άχαρη;

Τα χημικά τα νύχια μου μαυρίζουν,
τ’ απανωτά τσιγάρα καίνε τα πλεμόνια μου,
ήλιο δεν έχει η μέρα μου, η νύχτα μου σελήνη,
μονάχα ένα λαμπιόνι κόκκινο, θαμπό
φωτίζει δεν φωτίζει την ψυχή μου.

Και τα αρνητικά αρνητικά να μένουν·
μορφές, που θα’ σαν κάποια ανακούφιση επιμένουν
να μοιάζουνε φαντάσματα φρικτά
μαύρα τα πρόσωπα, άδεια τα μάτια, άσπρα τα μαλλιά.

Γιάννης Πατίλης
Να το πληρώσει η KODAK
Αγαπώ τις φωτογραφίες.
Είναι οι μόνες μου αποδείξεις
Πως υπάρχει το φως.

Τάσος Φάλκος
«Σχεδιάσματα με φως»
Το φως και η ρωγμή
Μετά ησύχασαν τα πράγματα
Χτίσαμε πάλι σπίτια
κι αποσυρθήκαν οι νεκροί
Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα
και βρέχει βρέχει καθημερινά
μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό
Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά
δεν καταλήγει πουθενά

Το φως και το νερό
Νέος αγάπησα το φως
Πώς όμως να το παραβάλω με τ' ακοίμητο νερό;
Εγώ μες στο νερό γεννήθηκα
κάτω απ' το σύννεφο και τον αέρα
Και πώς να κατοικήσω μες στο φως;
Θα με συνέτριβε μόνο σε μια στιγμή!
Έτσι λοιπόν κάθομαι εδώ κι αντανακλώ το φως
με τη νερένια ύπαρξή μου.

Θητεία
Τις νύχτες σκέφτομαι το φως
Όχι αυτό που ταξιδεύει βλοσυρό
Αλλά το άλλο
που πέρασε μες απ’ το σύννεφο
και του άρεσε στα χαμηλά
και τώρα παίζει μες στον κήπο μας
σαν θεϊκό παιδί
Έτσι ξεχνάμε πως εμείς θητεύουμε στη γη
κι εκείνο στα ουράνια

Ο καφές
Καμιά φορά το βράδυ
η μάνα μου η νεκρή
μου ψήνει τον καφέ παρηγοριάς
για τα όνειρα που θάφτηκαν
«Τι ειρωνεία, λέει
εγώ που αγάπησα το φως
να πρέπει να παρηγορήσω
κάποιον που προτιμά το σκότος!»
«Μητέρα, λέω, βοήθα με
και μη με κατακρίνεις
Κι εγώ τ’ αγάπησα το φως
όμως απελπισμένα.»

Σωτήρης Παστάκας
Η φωτεινή αλληλεγγύη
Το φως που καίει στο δωμάτιο μου
Είναι μια λάμπα σαράντα κηρίων.
Στο χλομό της κύκλο αιχμάλωτος
Τα βράδια μου περνάω: γραφή
Κι ανάγνωση, μελάνες και μουτζούρες,
Ένα ολόκληρο βιβλίο οι σχισμένες μου
Σελίδες. Κι η Χαριλάου Τρικούπη
Ησυχάζει, κατά τις δυο-κατά τις τρεις
Αραιά και που ένας βόμβος μηχανής
Τη διασχίζει. Μετρώ, ξαναμετρώ
Τα Φώτα των πολυκατοικιών που παρα-
Μένουν αναμμένα, βέβαιος πως κάποιος
Άλλος βρίσκει παρηγοριά μετρώντας
Το δικό μου. Πρέπει ωστόσο να βιαστώ,
Να γράψω ό,τι γράψω, όσα προλάβω δηλαδή,
Πριν σβήσει και το τελευταίο φως
Που με κρατάει ξενύχτη.

Σπύρος Αραβανής
Εξημερώνοντας το φως
[…] Το φως που τυφλώνει τα χέρια μας
και ψαύουν ξένα σώματα
          -αυτό είναι η αγάπη, λένε-.
Το φως που αφυπνίζει τις αισθήσεις μας
και σκάβουν την αλήθεια
          -ποια αλήθεια διάολε; Πρώτη φορά ζούμε όλοι-.
Το φως που προοικονομεί με τις σκιές
την πορεία των σωμάτων
          -πεθαίνουν και οι αγαπημένοι μας μαμά;-
           Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.

[…] «Και το σκοτάδι;». Με ρωτάς.
«Δεν ανασαίνει το σκοτάδι;»
«Δεν αγριεύεις στο σκοτάδι;»
Όχι, δεν γνώρισα σκοτάδι.
Όσο οι μνήμες μου φωσφορίζουν
          δεν ξέρω από σκοτάδι.
Μονάχα να μη ξεπεράσω την ταχύτητα
του φωτός
φοβάμαι.
Ναι, αυτό φοβάμαι.
Να μη ξεχάσω ότι ζω
Να μη ξεχάσω ότι
           παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερωθώ
στο φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου